- μεταστέγαση
- η [μεταστεγάζω]στέγαση σε άλλο οίκημα, μετακόμιση («η μεταστέγαση τής επιχείρησής μας κρίθηκε αναγκαία λόγω τής ακαταλληλότητας τού κτηρίου»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Μουσείο, Αρχαιολογικό Μεγαλόπολης — Οι συνεχιζόμενες ανασκαφές στη Μεγαλόπολη έχουν φέρει στο φως σημαντικά οικοδομήματα στις δύο όχθες του ποταμού Ελισσώνα, μεταξύ των οποίων και το μεγαλύτερο αρχαίο θέατρο της Πελοποννήσου. Τα περισσότερα κινητά ευρήματα έχουν μεταφερθεί στο… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Σπάρτης — Το Αρχαιολογικό Μουσείο της Σπάρτης στεγάζεται σε ένα νεοκλασικό κτίριο που βρίσκεται στο κέντρο της σύγχρονης πόλης. Ο αρχικός πυρήνας του κτιρίου χτίστηκε το 1874, σε σχέδια του Δανού αρχιτέκτονα Κρίστιαν Χάνσεν, και ήταν το πρώτο μουσείο που… … Dictionary of Greek